- ἀμφιθνήσκω
- ἀμφιθνήσκω, of flesh,A mortify round a wound, v. l. in Hp.Fract. 33; later, die around,
τισί Q.S.6.449
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισί Q.S.6.449
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιθνήσκω — ἀμφιθνήσκω (Α) [θνῄσκω] (για τη σάρκα) απονεκρώνομαι γύρω από τραύμα 2. νεκρώνομαι, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θνῄσκω] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek